-
1 сообщение
-я ουδ.1. ανακοίνωση•сообщение ТАСС ανακοίνωση του ΤΑΣΣ•
сообщение тайных сведений ανακοίνωση μυστικών πληροφοριών.
2. είδηση•последние -я с фронта οι τελευταίες ειδήσεις από το μέτωπο.
|| έκθεση• εισήγηση.3. επικοινωνία•телефонное сообщение τηλεφωνική επικοινωνία.
|| συγκοινωνία•пути -я συγκοινωνιακές αρτηρίες•
морское сообщение θαλάσσια συγκοινωνία•
речное сообщение ποτάμια συγκοινωνία•
железнодорожное сообщение σιδηροδρομική συγκοινωνία.
-
2 объявление
1. (действие) η δήλωση, η ανακοίνωση, η κοινοποίηση, (напр. войны) η κήρυξη 2. (в газете) η αγγελία, η ανακοίνωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > объявление
-
3 извещение
-
4 объявление
объявление с η ανακοίνωση· доска \объявленией о πίνακας ανακοινώσεων; давать \объявление βάζω μία αγγελία* * *сη ανακοίνωσηдоска́ объявле́нией — ο πίνακας ανακοινώσεων
дава́ть объявле́ние — βάζω μία αγγελία
-
5 сообщение
сообщение с 1) (связь) η συγκοινωνία, η επικοινωνία' прямое \сообщение η κατευθείαν συγκοινωνία 2) (известие) η είδηση, η ανακοίνωση* * *с1) ( связь) η συγκοινωνία, η επικοινωνίαпрямо́е сообще́ние — η κατευθείαν συγκοινωνία
2) ( известие) η είδηση, η ανακοίνωση -
6 произнесение
-я ουδ.1. βλ. произношение.2. ανακοίνωση• διάβασμα με επισημότητα, με στόμφο•произнесение приговора ανακοίνωση της δικαστικής απόφασης.
-
7 явка
-и θ.1. εμφάνιση, η παρουσία, ερχομός, προσέλευση, άφιξη•явка обязательна η παρουσία είναι υποχρεωτική•
явка на суд η εμφάνιση στο δικαστήριο.
2. γιάφκα, μέρος συνάντησης παράνομων μελών οργάνωσης.3. παλ. ανακοίνωση αναφορά•явка о побеге преступника ανακοίνωση για απόδραση εγκληματία•
явка о краже αναφορά (στις αρχές) για κλοπή.
-
8 анонс
фин. η αναγγελία, η αγγελία, η ανακοίνωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > анонс
-
9 извещение
η ειδοποίηση, η αναγγελία, η ανακοίνωση'получать - λαμβάνω την -, посылать - στέλνω την -сигнальное - (ж.-д) το σήμα (σιδηροδρομικό)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > извещение
-
10 оповещение
η αναγγελία, η ανακοίνωση, η ειδοποίηση, η γνωστοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оповещение
-
11 произнесение
1. (выговаривание звуков, слов) η άρθρωση 2. (чего-л. публично, во всеуслышание) η ανακοίνωση, η εκφώνησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > произнесение
-
12 сообщение
1. (известие) η ανακοίνωσηη είδησηη κοινοποίηση2. (текст, донесение) η πληροφορία 3. (транспортное обслуживание) η συγκοινωνίαвоздушное - εναέρια -, αεροπορική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сообщение
-
13 экспозе
1. (краткое изложение, выдержка) η σύντομη περίληψη/σύνοψη 2. (краткое сообщение представителя правительства) η (σύντομη) ανακοίνωση της κυβέρνησης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспозе
-
14 газета
газет||аж ἡ ἐφημερίδα [-ίς]:стенная \газета ἡ ἐφημερίδα τοῦ τοίχου· по сообщению газет κατ' ἀνακοίνωση των ἐφημερίδων. -
15 делать
дела||тьнесов1. (действовать) κά(μ)-νω, ἐνεργῶ, πράττω:что нам \делать? τί νά κάνουμε;· не говорить надо, а \делать δέν χρειάζονται λόγια, χρειάζονται ἔργα· \делать по-своему κά(μ)νω ὀπως θέλω·2. (производить) κά(μ)νω, ποιῶ, κατασκευάζω, φτιάνω·3. (εοβ«ρωα/ηί>)κά(μ)νω:\делать попытку κά(μ)νω ἀπόπειρα, ἀποπειρωμαι· \делать поку́пки κά(μ)νω ψώνια, ψωνίζω· \делать ошибки κά(μ)νω λάθη· \делать доклад κά(μ)νω είσ-ήγηση· \делать объявление βγάζω ἀνακοίνωση, κά(μ)νω ἀγγελία· ◊ \делать вывод βγάζω τό συμπέρασμα, συμπεραίνω· \делать вид, что... κά(μ)νω πώς..., προσποιούμαι ὅτι...·\делать возможным καθιστώ δυνατό· нечего \делать δέν γίνεται τίποτε· от нечего \делать γιά νά περνάει ἡ ὠρα·\делать счастливым кого́-л. κά(μ)-νω (или καθιστώ) εὐτυχή· \делать честь кому-л. τιμάω, περιποιῶ τιμήν \делать пятьдесят километров в час διανύω πενήντα χιλιόμετρα τήν ὠρα· \делать крюк κά(μ)νω γϋρο, κά(μ)νω κύκλο· \делать выбор διαλέγω, κά(μ)νω ἐκλογή· \делать выговор τιμωρώ μέ μομφή· что \делать! τί νά κά(μ)νω!, τί νά κάνουμε!. -
16 информационный
информ||ационныйприл πληροφοριακός, εἰδησεογραφικός:\информационныйацио́йное бюро́ τό γρα· φείο πληροφοριών \информационныйацио́нное сообщение ἡ ἀνακοίνωση [-ις], τό ἀνακοινωθέν. -
17 обнародование
обнародованиес ἡ ἀνακοίνωση [-ις]. ἡ κοινοποίηση [-ις]. -
18 объявление
объявлениес1. (действие) ἡ δήλω-στ) [-ας], ἡ (προ)κήρυξη [-ις], ἡ ἀνακοί-νωση [-ις] / ἡ κοινοποίηση [-ις] (приговора, решения):\объявление войны ἡ κήρυξη [-ις] πολέ· μου·2. (в газете, по радио и т. п.) ἡ ἀγγελία, ἡ ἀνακοίνωση. -
19 оглашение
оглашен||иес ἡ δημοσίευση [-ις], ἡ ἀνακοίνωση [-ις]:\оглашение приговора ἡ ἀπαγγελία ἀποφάσεως· не подлежит \оглашениеию εἶναι ἀπόρρητο[ν]. -
20 сообщение
сообщени||ес1. (известие) ἡ ἀνακοί-νωση [-ις], ἡ εἰδηση [-ις], ἡ κοινοποίηση[-ις]:официальное \сообщение ἡ ἐπίσημη ἀνακοίνωση· по последним \сообщениеям печати σύμφωνα μέ τίς τελευταίες πληροφορίες τοῦ τύπου·2. (связь) ἡ ἐπικοινωνία, ἡ συγκοινωνία:пути́ \сообщениея οἱ συγκοινωνίες' железнодорожное \сообщение ἡ σιδηροδρομική συγκοινωνία· воздушное \сообщение οἱ ἀεροπορική συγκοινωνία· телефонное \сообщение ἡ τηλεφωνική ἐπικοινωνία
См. также в других словарях:
ανακοίνωση — η γνωστοποίηση, αναγγελία: Ανακοίνωση των νέων μέτρων για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακοίνωση — Κοινοποίηση, γνωστοποίηση, αναγγελία, επίσημη μετάδοση πληροφορίας. Στη ρητορική, α. αποκαλείται ένα σχήμα με το οποίο ο ρήτορας προσποιείται ότι ζητάει τη συμβουλή των ακροατών του, του αντιδίκου ή των δικαστών (στο δικαστήριο). Αυτό γίνεται… … Dictionary of Greek
ἀνακοινώσῃ — ἀνακοινώσηι , ἀνακοίνωσις communication fem dat sg (epic) ἀνακοινόω communicate pres part act fem dat sg (attic epic doric ionic) ἀνακοινόω communicate aor subj mid 2nd sg ἀνακοινόω communicate aor subj act 3rd sg ἀνακοινόω communicate fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Nenad Mirosavljević — Personal information Full name … Wikipedia
έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… … Dictionary of Greek
δήλωση — η (AM δήλωσις) [δηλώ] 1. το να δηλώσει κάποιος κάτι, η γνωστοποίηση 2. εκδήλωση, ένδειξη νεοελλ. 1. υπεύθυνη και επίσημη ανακοίνωση τών αρχών για πράγματα που ενδιαφέρουν τους πολίτες («δηλώσεις τὴς κυβερνήσεως») 2. υπεύθυνη ανακοίνωση ιδιώτη… … Dictionary of Greek
δελτίο — Έντυπο φύλλο χαρτιού που περιέχει σημαντικές πληροφορίες· συνοπτική έκθεση που προέρχεται από αρχή ή υπηρεσία και προορίζεται για ανακοίνωση· κάρτα με σημειώσεις. δ. αποστολής. Νομότυπο έγγραφο που συμπληρώνεται εις τριπλούν και συνοδεύει το… … Dictionary of Greek
διακοίνωση — η 1. γνωστοποίηση, αναγγελία, ειδοποίηση 2. υπογεγραμμένο διπλωματικό έγγραφο με το οποίο διαβιβάζεται, μέσω διπλωματικού αντιπροσώπου, προς την κυβέρνηση άλλης χώρας σημαντική ανακοίνωση 3. φρ. «ρηματική διακοίνωση» ανακοίνωση που γίνεται με… … Dictionary of Greek
κήρυξη — η (ΑΜ κήρυξις) [κηρύσσω] η ανακοίνωση με κήρυκα, δημόσια γνωστοποίηση («ἠγωνίσατο... κήρυκι πρὸς πάντα τὰ κηρύξεως δεόμενα», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. φρ. «κήρυξη πολέμου» επίσημη ανακοίνωση ενός κράτους σε άλλο για έναρξη πολέμου εναντίον του μσν. αρχ … Dictionary of Greek
προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω … Dictionary of Greek
Γκαλουά, Εβαρίστ — (Evariste Galois, Μπουργκ Λα Ρεν 1811 – Παρίσι 1832). Γάλλος μαθηματικός. Προικισμένος με ζωτικότητα και ευφυΐα, ήδη το 1829, πριν ακόμα τελειώσει τις σπουδές του, δημοσίευσε μία εργασία για τα συνεχή κλάσματα, όπου απέδειξε ένα θεώρημα σχετικά… … Dictionary of Greek